ποταμός

ποταμός
ποταμός
Grammatical information: m.
Meaning: `river' (Il.).
Compounds: Some compp., e.g. ποταμο-φύλαξ m. `river-guard' (pap.), καλλι-πόταμος `with fair rivers' (E. in lyr.).
Derivatives: 1. Demin. ποτάμ-ιον n. (com., Str.), -ίσκος m. (Str.). Further subst. 2. ποταμ-εύς m. designation of the Eastwind in Tripolis (Arist.), 3. -ίτης m. `river-worker' (pap.; Redard 36). Adj. 4. -ιος `belonging to the river' (Pi., Hdt., trag. etc.), -ιαῖος `id.' (Arist. [v. l. -ιος, Ruf.); -ήϊος (Nonn.), f. -ηΐς (A. R., Nic.) `id.', both metr. condit. -- 5 -ώδης `river-like' (Eun.); 6. -ηνή f. `adjunct of Μήτηρ, `river-goddess' (inscr. Pisidia; cf. Schwyzer 490 w. lit.). 7. Adv. -ηδόν `like a river, in streams' (Luc., Aret.); 8. Verb -όομαι `to form a river' (Aq.). -- 9. nickname Ποτάμιλλα m. (Sophr.; Schwyzer 561 w. lit.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like οὑλαμός, πλόκαμος a. o. -- Perh. with L. Meyer, Prellwitz, Bq s. v. to πίπτω, ἔπετον `fall'; so prop. "torrent, torrent" referring to a river flowing sweeping (away) in a mountainous area; note the adjunct διιπετής (Π 174, δ 477) which is difficult however. Thus Persson Beitr. 2, 654. Kretschmer Glotta 22, 265 u. 27, 248f., Runes IF 50, 265, Havers Sprache 4, 24, WP. 2, 219, Pok. 825, W.-Hofmann s. petō. -- Diff. Fick 1, 473 (asking) and Wackernagel Syntax 2, 30f.: to πετάννυμι, πέτασμα as "expansion" and identical with Germ., e.g. OS fathmos, OE fæðm `extension (of the arms), embrace, fathem' (OE flôdes fæðm). Thus esp. Specht KZ 63, 132, also Risch $ 19b (with reserve), Schwyzer 493 n. 11. -- To be rejected Pisani Ist. Lomb. 73, 502 f. (for *τοπαμός to Lith. tekù `run' etc.). - The etymology is uncertain. - The word could also be Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,585-586

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποταμός ο — και ποτάμι, το 1. φυσική δίοδος υδάτινου ρεύματος που χαρακτηρίζεται από σχετική σταθερότητα κοίτης και στάθμης. 2. μτφ., μεγάλη ποσότητα υγρού: Ποτάμι το αίμα έτρεξε στη μάχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποταμός — river masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • Ποταμός — Sp Potãmas Ap Ποταμός/Potamos L Kerkyra ir Kityra, Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Ερυθρός ποταμός — Ποταμός (1.200 χλμ.) της Κίνας, που πηγάζει από τα βουνά Γιουνάν (σε υψόμετρο 2.170 μ.). Ο ποταμός, που ονομάζεται από τους Κινέζους Σονγκ Κόι, διασχίζει το βόρειο Βιετνάμ και εκβάλλει στον κόλπο του Toνκίν, σχηματίζοντας μεγάλο δέλτα. Βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • Κίτρινος ποταμός — (κινεζ. Χουάνγκ Xo). Ποταμός (4.845 χλμ.) της Κίνας, ο δεύτερος σε μήκος και σε λεκάνη απορροής (745.000 τ. χλμ.) μετά τον Γιανγκτσέ. Ο Κ.π. πηγάζει από το υψίπεδο του Θιβέτ, Ν της οροσειράς Κουνλούν, λίγο πιο ψηλά από τις λίμνες Τσαρίνγκ και… …   Dictionary of Greek

  • Γιανγκτσέ ή Γιανγκτσέ Κιανγκ — Ποταμός (5.552 χλμ.) της Κίνας, ο μεγαλύτερος της Ασίας και τέταρτος στον κόσμο μετά τον Νείλο, τον Μισισιπή Μιζούρι και τον Αμαζόνιο Ουκαγιάλι. Έχει λεκάνη απορροής 2.000.000 τ. χλμ. και αποτελεί μεγάλη συγκοινωνιακή αρτηρία μεταξύ της παράκτιας …   Dictionary of Greek

  • Αγκαρά ή Ανγκαρά — Ποταμός (1.799 χλμ.) της Σιβηρίας. Διαρρέει την περιοχή του Ιρκούτσκ και την ακραία περιοχή του Κρασνογιάρσκ. Πηγάζει από το ΝΔ άκρο της λίμνης Βαϊκάλης και είναι δεξιός παραπόταμος του ποταμού Γιενισέι. Ο ποταμός είναι πλωτός από το Ιρκούτσκ έως …   Dictionary of Greek

  • Καρπενησιώτης — Ποταμός (15 χλμ.) της Στερεάς Ελλάδας στον νομό Ευρυτανίας. Διασχίζει το λεκανοπέδιο του Καρπενησίου, απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία του. Ακολουθεί παράλληλη πορεία με την οδό Καρπενησίου Προυσού και αργότερα ενώνεται με τους ποταμούς… …   Dictionary of Greek

  • Σάβος — Ποταμός της βόρειας πρώην Γιουγκοσλαβίας, δεξιός παραπόταμος του Δούναβη, που φτάνει στο Βελιγράδι ύστερα από ρου 712 χλμ (είναι ο μακρύτερος ποταμός που ρέει σε όλο το μήκος του στη Σλοβενία, Κροατία, Σερβία, Βοσνία Ερζεγοβίνη). Πηγάζει από τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”